λάκημα

λάκημα
τό
1) бегство; 2) отречение, отказ от убеждений (по трусости или ради корысти)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "λάκημα" в других словарях:

  • λάκημα — λάκημα, το και γλάκημα, το, ατος 1. η γρήγορη φυγή. 2. μτφ., η απάρνηση φρονήματος από φόβο ή από ιδιοτέλεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λάκημα — το (AM λάκημα) [λακώ] νεοελλ. 1. γλάκημα, φευγάλα, δρομαία φυγή 2. μτφ. η απάρνηση φρονήματος από φόβο ή ιδιοτέλεια αρχ. 1. τμήμα πράγματος, το οποίο έχει αποσπαστεί από άλλο 2. φρ. «ὄρους λάκημα» ρήγμα όρους, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • λακήματα — λάκημα fragment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλάκημα — και λάκημα, το [γλακώ] φευγιό, φευγάλα …   Dictionary of Greek

  • γλάκημα — το βλ. λάκημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»